- προποιώ
- -έω, ΜΑμσν.προλαβαίνωαρχ.1. κάνω κάτι από πριν, εκ τών προτέρων2. παθ. προποιοῡμαι, -έομαια) προετοιμάζομαιβ) επηρεάζομαι εκ τών προτέρων3. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ προπεποιημέναεργασίες που έχουν ήδη περατωθεί.
Dictionary of Greek. 2013.